-
1 καλλ-ιερέω
καλλ-ιερέω, günstig, glücklich opfern, ein Opfer darbringen, das nach den im Opferthiere gefundenen Zeichen den Göttern angenehm ist u. somit Glück für ein Unternehmen verheißt; οἷς ἂν καλλιεροῦντες ϑύωοι Plat. Legg. VII, 791 a; ἐκεκαλλιερήκει Xen. Cyr. 6, 4, 12; Sp., οὐκ ἐκαλλιέρει μέχρις εἴκοσι Plut. Aemil. P. 17; ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνόν Theocr. 5, 148. So auch im med., ἐς τὸν ποταμὸν οἱ μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς Her. 7, 113; Xen. An. 5, 4, 22; aor., Cyr. 1, 5, 5; vgl. Ar. Plut. 1181. Aber pass. ist τὰ ἱερὰ ἐκαλλιερεῖτο Xen. Hell. 3, 1, 17. – Mit dem inf., οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν, er erlangte keine günstigen Zeichen, um überzusetzen, Her. 6, 76; ὥςτε μάχεσϑαι 9, 38; intr., καλλιερῆσαι τοῖς ϑυομένοις οὐκ ἐδύνατο, sc. ἱερά, die Opfer konnten nicht gelingen, nicht unter glücklichen Vorzeichen zu Stande kommen, 7, 134, vgl. 9, 19 καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν ἐπορεύοντο. – S. Emp. pyrrh. 1, 149 sagt ἐν Ταύροις νόμος ἦν τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσϑαι.
-
2 καλλιερέω
Aκεκαλλιέρηκα Ph.1.319
: [tense] plpf.ἐκεκαλλιερήκειν X. Cyr.6.4.12
: ([etym.] ἱερόν):—have favourable signs in a sacrifice, obtain good omens, of the person,κἂν καλλιερῆτε Pl.Com.51
, cf. X. l. c., IG12.45.5, etc.:—also in [voice] Med., Hdt.6.82, Isoc.14.60, X.An.5.4.22, etc.; ἐς τὸν (sc. ποταμὸν) .. ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους (where ἐς τόν is constructed with σφάζοντες) Hdt.7.113.2 c. acc., sacrifice with good omens,ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theoc.5.148
; καλλιερεῖν βοῦν prob. l. in Orac. ap. D.21.53;ἑαυτὸν τῷ πατρίῳ νόμῳ Plu.Alex.69
: abs.,κ. τοῖς θεοῖς X.Eq.Mag.3.1
, cf. Pl.Lg. 791a:—[voice] Med., Ar.Pl. 1181:— [voice] Pass.,ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Men.319.8
;τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι S.E.P.1.149
.II of the offering, give favourable omens, καλλιερησάντων [ τῶν ἱρῶν] Hdt.9.19; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο (sc. τὰ ἱρά) Id.7.134: c. inf., ; :—[voice] Med.,ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο X.HG3.1.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιερέω
См. также в других словарях:
καλλιερώ — καλλιερῶ, έω (AM) παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση τής θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη αρχ. 1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῑς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν») 2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή,… … Dictionary of Greek